- ἐντονώτερον
- ἔντονοςsinewymasc acc comp sgἔντονοςsinewyneut nom/voc/acc comp sgἔντονοςsinewyadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκεντώ — έω, Α [κεντῶ] σουβλίζω συγχρόνως («ἐποιεῑτο δὲ τὸν διωγμὸν ἐντονώτερον..., συγκεντῶν τοὺς ἀλιτηρίους», ΠΔ) … Dictionary of Greek